Φορολογική Διοίκηση

Με την υπ΄αριθμόν 732/2019 Απόφαση του ΣτΕ επιλύθηκε οριστικά επιτέλους το ζήτημα αναφορικά με τον χρόνο διάρκειας της παραγραφής σε περιπτώσεις εκπρόθεσμης δήλωσης φόρους εισοδήματος, όπου η φορολογική διοίκηση μέχρι σήμερα χωρίς να υφίσταται ειδική πρόβλεψη σε διάταξη τυπικού νόμου επιχειρούσε μονομερώς και καταχρηστικά να ταυτίσει ερμηνευτικά τις περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης για τις οποίες συντρέχει 15ετής παραγραφή, με αυτές της εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης.
Με μια σειρά αποφάσεων του ΣτΕ όπως την υπ΄αριθμόν ΣτΕ 3174/2004 Απόφαση όπου ρητά αναγνωρίστηκε η παραγραφή ως στοιχείο της φορολογικής ενοχής, την υπ΄αριθμόν ΣτΕ 1738/2017 Απόφαση όπου έγινε ρητώς αποδεκτή η σύνδεση του θεσμού της παραγραφής, με τον συνταγματικό κανόνα βεβαιότητας του φόρου και κατά συνέπεια με τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου και της εμπιστοσύνης στη δράση της διοίκησης, αρχές που εκπορεύονται από τη θεμελιώδη για τη λειτουργία του πολιτεύματος μας, αρχή του κράτους δικαίου. Αλλά και με την υπ΄αριθμόν ΣτΕ 2934/2017 Απόφαση σύμφωνα με την οποία εξειδικεύθηκε ακόμη περισσότερο η ερμηνευτική της παρέμβαση αναφορικά με τις παραγραφές, περιορίζοντας τις δυνατότητες της χρονικής παρέκτασής της στις περιπτώσεις εντοπισμού συμπληρωματικών στοιχείων. Παρά όμως τις ανωτέρω αποφάσεις η φορολογική διοίκηση εξακολούθησε μονομερώς και μεμονωμένα να υποστηρίζει ότι σε περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης ο χρόνος παραγραφής εκτείνεται από πέντε σε δεκαπέντε έτη. Ουσιαστικά η φορολογική διοίκηση χωρίς ρητή ρύθμιση και με τον ερμηνευτικό μηχανισμό της αναλογικής διασταλτικής ερμηνείας επιχείρησε να ταυτίσει ερμηνευτικά τις περιπτώσεις μη υποβολής δήλωσης για τις οποίες συντρέχει 15ετης παραγραφή, με αυτές της εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, παραβιάζοντας έτσι το Σύνταγμα και τους συστημικούς φορολογικούς κανόνες που σε αυτό περιλαμβάνονται.
Είναι ξεκάθαρο ότι η μη υποβολή δεν ταυτίζεται ούτε και αυτονόητα μπορεί να ταυτισθεί με την υποβολή έστω και εκπρόθεσμα φορολογικής δήλωσης. Επομένως, χωρίς προηγούμενη πρόβλεψη τυπικού νόμου δεν είναι συνταγματικά ανεκτή και νομικά αποδείξιμο η αλλοίωση στοιχείων της φορολογικής ενοχής, όπως και η παραγραφή. Ακολούθως, κατά
διασταλτική ερμηνεία, δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η επιβολή φορολογικού βάρους. Αυτό ήρθε να διαπιστώσει και να επιβεβαιώσει με τον πιο κατηγορηματικό και ξεκάθαρο τρόπο η πρόσφατη υπ’ αριθμόν Απόφαση ΣτΕ 732/2019. Απορίας άξιον βέβαια είναι για ποιο λόγο η φορολογική διοίκηση λειτουργεί μονομερώς κατ’ αυτόν τον τρόπο αντίθετα στον Νόμο και το Σύνταγμα, αφού με τον τρόπο αυτό δεν εξυπηρετείται το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, καθώς αφ΄ ενός μεν η δράση αυτή είναι αντίθετη σε συνταγματικές αρχές και αφ΄ ετέρου δε δεν εξυπηρετείται καν το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου, καθώς η τυχόν είσπραξη φόρων ήδη παρα γεγραμμένων υποθέσεων, οδηγεί στην μετά τη δικαστική χρήση, έντοκη από το δημόσιο επιστροφή των τυχόν καταβληθέντων φόρων.